Χαραλάμπης Παπαδογιάννης ο δια Χριστόν σαλός της Καλαμάτας
Από μικρό παιδί άκουγα για τον Χαραλάμπη τον δια Χριστόν Σαλό, κατά κόσμον Χαραλάμπη Παπαδογιάννη. Ήταν ακόμα νιόπαντροι οι γονείς μου, όταν τον έβλεπαν να τριγυρνά στις γειτονιές της Καλαμάτας. Ψάχνοντας, παραθέτω κάποια στοιχεία που οι παλαιότεροι ακόμα θυμούνται:. Σε όλα τα μέρη της γης, τόσο παλαιότερα όσο και σήμερα, υπήρχαν ή υπάρχουν κάποιοι χαρακτηριστικοί τύποι ανθρώπων. Χαρακτηριστικοί ως προς την εμφάνισή τους, τον τρόπο ζωής τους, τη συμπεριφορά τους κ.λ.π. Αρκετοί τέτοιοι τύποι έζησαν στην Καλαμάτα.
Ένας από τους πιο γνωστούς και συμπαθητικούς ήταν ο Χαραλάμπης. Χαράλαμπος Παπαδόγιαννης ήταν το όνομά του, γιος παπά γεννημένος στο Δυρράχι Αρκαδίας γύρω στο 1885. Είχε σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο και γνώριζε ξένες γλώσσες. Για πενήντα περίπου χρόνια περιφερόταν στην Καλαμάτα και στη περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης, ξυπόλυτος, με κουρελιασμένα ρούχα και με χαρακτηριστική ευγένεια κήρυττε σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο.
Πολλά άτομα, κυρίως παιδιά φωτογραφίζονταν μαζί του. Ο ίδιος μάλιστα, παρότρυνε τους φωτογράφους να τον φωτογραφίζουν, λέγοντάς τους ότι θα έβγαζαν αρκετά χρήματα. Φωτογραφίες του όμως ποτέ δεν δέχτηκε να πάρει από φωτογράφους, που συνήθως τις είχαν στην προθήκη των φωτογραφικών τους μηχανών. Αρκετοί ζωγράφοι έκαναν το πορτραίτο του και δημοσιογράφοι έγραψαν για τον Χαραλάμπη σε περιοδικά και εφημερίδες της Μεσσηνίας.
Ο Χαραλάμπης που με απέραντη συμπάθεια και γλυκιά νοσταλγία έρχεται πάντα στη μνήμη όσων τον γνώρισαν, έφυγε από τη ζωή από φυσικό θάνατο το 1974 σε ηλικία 89 χρονών και ετάφη στο νεκροταφείο του Μοναστηρίου των Παλαιοημερολογιτών (Παναγουλάκη).
Θαυμαστά γεγονότα διηγείται ή Ουρανία Κωνσταντοπούλου, 70 ετών, από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας, κάτοικος Καλαμάτας:
“…Τον Χαραλάμπη τον θυμάμαι από τότε πού ήμουν κοριτσάκι του Δημοτικού σχολείου. Ερχόταν στο χωριό μου και άναβε όλα τα καντήλια των εκκλησιών. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο με γιλέκο.
Δίδασκε τους συγχωριανούς μου και θυμάμαι, πού τους έλεγε:
-Γυρίστε με το Παλαιό, το Παλαιό είναι το Ορθόδοξο Εορτολόγιο.
Αργότερα παντρεύτηκα και έφυγα από το χωριό μου. Στην Καλαμάτα, στο σπίτι πού έμενα, ερχόταν πολύ συχνά και, επειδή είχα πολλά παιδιά και ήμουν σέ πολύ φτώχεια, μου έφερνε χρήματα, τυριά, ψωμιά, λαχανικά, φρούτα και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε σε τρόφιμα.
Μια φορά ήρθε στο σπίτι μου, έφερε δύο φανάρια, καντηλήθρες και λάδι, τα έδωσε στον άντρα μου και του είπε:
-Αντώνη, όταν πάς στο χωριό σου, στο Σελά, να πάς στο μοναστήρι του Άγιου Μηνά και να ανάψεις αυτά τα δύο φανάρια.
Κάποιες φορές, μαζί με τον άντρα μου, έπαιρναν το γαϊδούρι, πήγαιναν στα περιβόλια, το φόρτωναν πορτοκάλια, λεμόνια, λαχανικά και τα πήγαιναν στον Προφήτη Ηλία, στους φυματικούς. Ένα μεσημέρι ήλθε στο σπίτι και μου είπε:
-Ό άντρας σου που είναι; Μαγειρέψατε;
-Μπάρμπα-Χαραλάμπη, δεν έχουμε τι να μαγειρέψουμε και ο άντρας μου λείπει.
-Έχεις κατσαρόλα και κρεμμύδι; Φέρτα εδώ.
Του έδωσα την κατσαρόλα, έκοψε το κρεμμύδι, έριξε λάδι, καθάρισε ένα πολύ μικρό κουνουπιδάκι, έριξε αλάτι, ένα κατσαρολάκι νερό, το έβαλε στη φωτιά και μου είπε:
-Ασ’ το να βράσει.Έβρασε το κουνουπίδι, γέμισε ή κατσαρόλα, φάγαμε τα έξη παιδιά μου, ο Χαραλάμπης, εγώ, και έμεινε και για τον άντρα μου. Θυμάμαι καλά αυτό το περιστατικό, γιατί μου είχε κάνει από τότε μεγάλη εντύπωση. Και αναρωτιόμουνα το πώς μ’ αυτό το μικρό κουνουπιδάκι γέμισε ή κατσαρόλα και φάγαμε τόσα άτομα. Ή δε νοστιμιά του ήταν απερίγραπτη.
Είχα έξη κορίτσια, ήθελα αγόρι, στεναχωριόμουνα και έκανα προσευχή στην Παναγία να μου δώσει αγόρι. Έμεινα έγκυος και την προηγούμενη μέρα από τη γέννα πέρασε ο Χαραλάμπης από το σπίτι μου, αλλά, επειδή εγώ είχα πάει να φέρω νερό, δεν με βρήκε. Είδε τις μικρές κόρες μου και τους είπε:
-Πείτε στη μάννα σας ότι, αυτό πού ζήτησε, θα της το δώσει ο Θεός σε λίγες ώρες.
Πράγματι, την άλλη μέρα γέννησα το γιο μου τον Ευστάθιο. Μετά αναρωτιόμαστε με τον άντρα μου πώς ο Χαραλάμπης ήξερε την ήμερα πού θα γένναγα και ότι το παιδί θα ήταν αγόρι!
Κάποια φορά κάναμε αγρυπνία στο μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε. Ό Χαραλάμπης κάποια στιγμή έφυγε από την αγρυπνία και βγήκε έξω. Όταν τελείωσε ή αγρυπνία και βγήκαμε από την εκκλησία, τον είδαμε ξαπλωμένο κατά γης· κοιμόταν πολύ βαθιά και επάνω του ήταν ένα παχύ στρώμα από χιόνι. Όλοι οι Χριστιανοί τον λυπηθήκαμε και τον ξυπνήσαμε- αυτός, θυμάμαι, μας είπε το έξης θαυμαστό:
-Αχ… τι μου κάνατε… Ήμουνα παρέα με τους αγγέλους!
Πήγαν κάποιοι στην ηγουμένη Καλλίνικη και της είπαν ότι ο Χαραλάμπης δεν είναι καλός άνθρωπος, γιατί δέχεται και του ρίχνουν νερό τα κορίτσια και λούζεται, και γιατί χορεύει στα πανηγύρια. Όταν πήγε ο Χαραλάμπης στο μοναστήρι, ή ηγουμένη τον μάλωσε και του είπε να μην ξαναπατήσει στο μοναστήρι. Ό Χαραλάμπης, αφού την άκουσε με προσοχή, μετά από λίγο της είπε:
-Κάνω τον Ανδρέα το σαλό. Μου χρειάζεται ταπείνωση, γι’ αυτό κάθομαι να με χλευάζουν. τι θέλεις; Να φορέσω κουστούμι και γραβάτα και να κάνω τον κύριο;
Ή ηγουμένη Καλλίνικη, όταν άκουσε αυτά, του ζήτησε συγχώρεση και του έβαλε μετάνοια.
Στην κορυφή του Ταΰγετου είναι ένα εκκλησάκι Προφήτης Ηλίας· θυμάμαι κάποτε μου είχε πει:
-Με πήρε σύννεφο, με πήγε στο εκκλησάκι και άναψα τα καντήλια, ούτε κατάλαβα πώς πήγα… Την εποχή της κατοχής πήγαινε προς τον Αλμυρό και στο χέρι του κρατούσε το φαναράκι του. Οι Γερμανοί, όταν τον είδαν του φώναξαν «”Αλτ… “Αλτ… “Αλτ…», αλλά αυτός συνέχιζε το βάδισμα· του έριξαν πολλές σφαίρες και θυμάμαι μου είπε:
-Γέμισε το σακάκι μου, αλλά δεν με πήρε καμία… Οι Γερμανοί τον πλησίασαν, τον σταμάτησαν και τον κοίταξαν, ο Χαραλάμπης τους είπε:
-Να πιστεύοντε στο Χριστό. ” Ιδού γαρ, και λέγομεν και λέγομεν, γαρ… γαρ… γαρ”.
Και συνέχισε το δρόμο του. Οι Γερμανοί έμειναν ακίνητοι και τον κοίταζαν με απορία και θαυμασμό. Κάποια φορά, πού ήταν άρρωστος, τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, ακόμη και το νερό. Δεν δεχόταν να κοιμηθεί σε κρεβάτι, διπλωνόταν με ένα σακί, έβγαινε έξω από το σπίτι και κοιμόταν στην αυλή. Κάποιες φορές με κοίταζε και μου έλεγε:
-Ήμουν στη Μακεδονία και δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ούτε με λεωφορείο, ούτε με ζώο, ούτε με τα πόδια, βρέθηκα στην Ομόνοια στην Αθήνα.
Όλοι οι θεοφοβούμενοι άνθρωποι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν, λίγοι ασεβείς τον κορόιδευαν και τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης απ` οπού και αν περνούσε κήρυττε την Ορθοδοξία και έλεγε δυνατά:
-Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή με το Παλαιό, μετανοείτε, γυρίστε στην Ορθοδοξία.
Κάποια εποχή είχα πάει με την οικογένεια μου στην Αθήνα και εκεί δούλευα. Όταν ήρθα για κάποιο λόγο στην Καλαμάτα, έμαθα ότι ο Χαραλάμπης είναι πολύ άρρωστος στο σπίτι του Ηλιόπουλου. Ξεκίνησα και πήγα να τον δω. Μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε:
-Σήμερα σε περίμενα, ήξερα ότι θα έρθεις. Για μένα ο Χαραλάμπης ήταν ο σωτήρας μου, αυτός μου ανάστησε τα παιδιά μου με τα τρόφιμα πού μου έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας της Ορθοδοξίας και πολύ ελεήμων, αιωνία του ή μνήμη!